Οδοιπόρος στον Ου Τόπο

…και φύσηξε Ζωή στις λέξεις

Stacks Image 9


Τα Μάτια του Λαμπίρη
Διασκευή πάνω σε διήγημα του Κωστή Παλαμά

- Λαμπίρη, παιδί μου, σε βλέπω και λυγίζω και τρέμω απτήν κορφή ως τα νύχια,
το κορμί μου καίγεται σαν το ξερό το άχυρο που ταρπάζει διψασμένη πυρκαϊά.
- Μητέρα, Βασίλισσά μου και Κυρά, μη μιλάς έτσι στο παιδί σου.
Εσύ είσαι σαν τη μητέρα μου· δεν σε θωρώ μητρυιά.
Γιάτρεψέτην την αρρώστια τούτη πούναι δρόμος για την κόλαση.
- Λαμπίρη μου παιδί μου, άσε το χεράκι σου στο χέρι μου. Δόσμου την καθαρή καρδιά, το φιλί,
την αγκαλιά σου πούναι νιρβάνας όνειρο!
- Μητέρα μου Μητρυιά! καλύτερος ο θάνατος. Τί να την κάνω τη ζωή την άναγνη, τη σκοτεινή και
μιασμένη. Μακριά από μένανε, μακριά.

Έτσι έγινε και η μητρυιά βασίλισσα, οχτρός του προγονού της του Λαμπίρη ένοιωσε.
Με έχτρα τρισαπελπισμένης καρδιάς και κολασμένης σάρκας.
Και με τη δύναμη της παντοδύναμης αφροδίσιας ομορφιάς της, πάει και πέφτει στα στήθια του
άντρα και Βασιλιά της και του ζητάει μια τόση δα μικρή χάρη, πολύ μικρή για τη χαρά που του
χαρίζει.
Κι ο βασιλιάς καθώς αυτή του ζήτησε, της χαρίζει εφτά από του θρόνου του τις μέρες.
Να βασιλεύει αυτή, να κυβερνά, να κρίνει κατά πώς πιστεύει. Όρκο της δίνει γιαυτό κιευτύς της
κάνει τόπο.
Προστάζει αυτή και πιάνουν τον Λαμπίρη. Το πάναγνο βασιλόπουλο σε σκοτεινό κελλί το ρίχνει.
Προστάζει τα μάτια του να της φέρουν.
Έφριξαν κόσμος και λαός και δήμιοι. Αλλεκείνη εκεί! ψυχρά την απόφαση ξανά φωνάζει.
Ως το βράδυ λέει τα δυό μάτια να της φέρουν.

Ο Λαμπίρης ενόμισε πως η φυλακή θέλημα του πατέρα του ήταν. Και υπομένει.

Αλλά κι όταν έμαθε τί γύρευαν οι άνθρωποι με τα καμένα σίδερα απαυτόν και το γιατί, γυρνά το
βλέμμα πάνω τους. Μάτια λαμπερά όχι γελαστά, χωρίς υποψία φόβου και οργής.
Τραβάει την αλυσίδα με τα δυό βασιλικά πετράδια από το στήθος του και στους δυό δήμιους τα προτείνει.
- Να υπακούσετε! Διαταγή σας δίνω, μή δειλιάζετε! Δισταγμός δε χωρεί σαν εκτελούμε χρέος.
Κιαυτά εδώ είναι δικό μου δώρο για την υπακοή σας. Εγώ είμαι πνεύμα και ψυχή.
Τα κρύσταλλα ετούτα, άχρηστα είναι σε μένα. Να με καθρεφτίσουν δέν μπορούν.
Αλλά οι δήμιοι φεύγουν. Να πλησιάσουν τον Λαμπίρη δέν μπορούν.
Νοιώθουν την κάψα του σίδερου να τους καίει τα χέρια και τον αγέρα γύρω τους και, νανασάνουν
δέν μπορούν.

Το έργο αυτό τελειώνει τυχαίος, άλλος άνθρωπος, εξώλης και προώλης, φερμένος απέξω από το
παλάτι, από τον δρόμο. Σαυτόν χαμογελάει το βασιλόπουλο σαν ένοιωσε το πρώτο μάτι έξω από τη
θήκη. Απαυτόν ζητάει να του αφήσει το ζεστό μάτι στην παλάμη του να πιάσει.
Το καλοβλέπει με το άλλο, το ζυγιάζει και ύστερα στυλώνει τη ματιά του για τελευταία φορά πάνω
σάνθρωπο. Κιαυτός ο άνθρωπος ο αθώος άφταιχτος εκτελεστής, ευτύς του ξεριζώνει και τάλλο μάτι.

Περνούν οι εφτά ημέρες και γυρνά ο βασιλιάς από την εξοχή. Χρειάστηκε όλο το βράδυ να
συνέλθει, να καταλάβει γιατί θέλησε τη Βασιλική Εξουσία η γυναίκα του.
Του πλημμύρισε ο πατρικός ο πόνος την καρδιά και ξεχείλισε το μίσος για τη βασίλισσα.
Θέλησε να την παιδέψει κατά τον ίδιο τρόπο.
Αλλά ο γαληνότατος Λαμπίρης, Μικρός Βασιλιάς, τον αντικόφτει.
- Τρισέβαστε πατέρα μου, συμπάθα τη γυναίκα σου. Είναι μητέρα μου και μέκανε μακάριο, γιατί
εγώ τώρα, με τα μάτια της ψυχής μου μόνο την καθαρή και ξάστερη αλήθεια βλέπω. Και μάθε πως
αρετή δεν υπάρχει ψηλότερη από τη συγχώρεση και την υπομονή.
Ο βασιλιάς επείστηκε και ας δίστασε αρχικά, γιατί του φάνηκε πως τα μάτια του παιδιού του
ξανάλαμψαν μέσα στις κόγχες τους.
Νόμισε πως τα είδε να φωτίζουν την ημέρα. Και ύστερα το ίδιο βράδυ τα ξανάδε και νόμιζε πως τα
είδε να σκίζουν το σκοτάδι.
Δύο λευκά περιστέρια. Ναστράφτουν χωρίς βροντή.

Κι αυτός εξόρισε τη βασίλισσα γυναίκα του στις εσχατιές του βασιλείου του.


Ν.: Σημείωσή μου σχετική:

Σαν έφυγε ο Σολωμός
Δυό χρόνια
ένα πνέμα αναπαμός
ώσπου ναρθεί ο Παλαμάς
Εργο απέραντο
ως της θάλασσας το εύρος
Σκέψη καθάρια
Σα νερά ρηχά σα νερά βαθιά
Λέξεις
που πάθη κάλλη λευτερώνουν
Μιά λάμψη φως ελληνικό
Μιά στάλα πόνου
Ορμή μιάς δύναμης
Σαν του Προμηθέα τις φωτιές
τον Νου να ζωντανώνουν
1859 - 1943


Κακή φωτιά

Εγώ είμ’ εδώ ανυπόταχτος και παραστρατισμένος, εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί, νόθος της Τέχνης είμ’ εγώ και της ιδέας διωγμένος, από μιαν έγνοια ο νους θολός, δαρμένο το κορμί. Ο λύχνος μου στης ιερής μελέτης το τραπέζι σαν ένα νεκροκάντηλο στα μάτια μου αχνοπαίζει· όλα πολέμια, κρύα· βιβλία, κοντύλια και χαρτιά. Με καίει κακή φωτιά.

Εμέ η ζωή μου πλάνεμα και η γέννησή μου λάθος, το λόγο δεν ορέγομαι, δεν ξέρω το ρυθμό· σέρνουν εμένα δυο άλογα, τ’ αράπικο το Πάθος και τ’ αφροστάλαχτο Όνειρο… μπορεί και στο γκρεμό.

Κωστής Παλαμάς,1908





Ν.: Άσχετη και α-νοητη σημείωσή μου
πόμως κάπου θέλει να φανεί


Μιά πεθυμιά
Παράθυρο στον Κόσμο

Τα χαρτιά μου
κιότι ακουμπώ
και βλέπω
και γνωρίζω
κιαποζητώ και διαφεντεύω
ειν'το παράθυρο στον Κόσμο

Πλάνεμα η ματιά του
με στέλνει
να γυρευτώ εντός μου

(Πού είσαι Λαμπίρη, πούσαι…
αράπικο τόνειρο μαφροστάλαχτο το πάθος)